ωρομίσθιο

ωρομίσθιο
το
ο μισθός για μίας ώρας δουλειά.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ωρομίσθιο — το, Ν αμοιβή για εργασία μιας ώρας. [ΕΤΥΜΟΛ. < ώρα + μισθός + ιο(ν), πρβλ. ημερο μίσθιο] …   Dictionary of Greek

  • ωρομίσθιος — α, ο [ωρομίσθιο] αμειβόμενος με την ώρα …   Dictionary of Greek

  • ώρα — Στην αρχαία ελληνική, ώ. σήμαινε εποχή. Σήμερα, σημαίνει χρονική διάρκεια ίση με το ένα εικοστό τέταρτο του ημερονυχτίου και συνεκδοχικά την κατάλληλη στιγμή, τον καιρό, την ακμή. Η ώ. διαιρείται σε 60 πρώτα λεπτά και το κάθε λεπτό σε 60 δεύτερα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”